- προσδεγμα
- πρόσδεγμαπρόσ-δεγμα-ατος τό прием
τὰ τῆς ξένης προσδέγματα Soph. — прием, оказанный иноземке
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὰ τῆς ξένης προσδέγματα Soph. — прием, оказанный иноземке
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόσδεγμα — έγματος, τὸ, Α [προσδέχομαι] υποδοχή … Dictionary of Greek
προσδέγματα — πρόσδεγμα reception neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδέγματ' — προσδέγματα , πρόσδεγμα reception neut nom/voc/acc pl προσδέγματι , πρόσδεγμα reception neut dat sg προσδέγματε , πρόσδεγμα reception neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)